- μηχανολογιστικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στη λογιστική και στη χρησιμοποίηση αντίστοιχων τεχνικών συστημάτων2. φρ. «μηχανολογιστική οργάνωση»(οικον.) ο εφοδιασμός τού λογιστηρίου μιας οικονομικής μονάδας με τις κατάλληλες μηχανές που γίνεται ύστερα από έρευνα και μελέτη τών αναγκών του με σκοπό τη καλύτερη δυνατή απόδοση στις λογιστικές εργασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + λογιστικός].
Dictionary of Greek. 2013.